- δίωξη
- Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική.
ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών ή τον δημόσιο κατήγορο. Σε ορισμένες περιπτώσεις και κάτω από ειδική διαδικασία, η ποινική δ. μπορεί να ασκηθεί από το Συμβούλιο των Εφετών. Ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα να διατάζει ποινική δ. για κάθε πράξη, καθώς επίσης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου, να αναλάβει ή να αναστείλει τη δ. όταν πρόκειται για πολιτικά αδικήματα ή σε περιπτώσεις που μπορούν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του κράτους. Η ποινική δ. γίνεται είτε αυτεπάγγελτα από την εισαγγελική αρχή είτε έπειτα από έγκληση ή μήνυση.
πειθαρχική δ.Αφορά τις παραβάσεις των κανόνων της δημοσιοϋπαλληλικής υπηρεσίας, αλλά έχει επεκταθεί και σε διάφορους άλλους οργανισμούς και συλλόγους που έχουν καθορίσει ορισμένα καθήκοντα για τα μέλη τους. Κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα, η πειθαρχική δ. αφορά υπαλλήλους που παραβαίνουν τα καθήκοντά τους, τις κείμενες διατάξεις, τις εντολές και οδηγίες που τους επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις. Παράβαση καθήκοντος όμως μπορεί να θεωρηθεί γενικά η διαγωγή του υπαλλήλου που είναι αντίθετη στην απαιτούμενη για τη θέση του συμπεριφορά, μέσα ή και έξω από την υπηρεσία του.
άδεια δ. Απαιτείται σε ορισμένες περιπτώσεις από τον νόμο για τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στις περιπτώσεις αυτές η ανακριτική αρχή περιορίζεται στη βεβαίωση του εγκλήματος και ζητά την άδεια δ. από την αρμόδια, σύμφωνα με τον νόμο, αρχή, όταν πρόκειται να στραφεί εναντίον ειδικά προστατευόμενου προσώπου. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, για παράδειγμα, η άδεια για τη δ. βουλευτή που προστατεύεται από τη λεγόμενη βουλευτική ασυλία ή για τη δ. ενός προσώπου που υπέβαλε αναφορά στη διοίκηση, για τις ποινικές παραβάσεις που ίσως περιέχονται σε αυτή την αναφορά (π.χ. εξύβριση). Στο πρώτο παράδειγμα, την άδεια δ. χορηγεί η βουλή, ενώ στο δεύτερο η αρχή προς την οποία υποβλήθηκε η αναφορά. Παλαιότερα χρειαζόταν άδεια της κυβέρνησης για την εισαγωγή των διοικητικών υπαλλήλων σε δίκη για διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος που είχε σχέση με την άσκηση της υπηρεσίας τους, ενώ προβλέπονταν βαριές ποινές κατά των δικαστών που θα παρέβαιναν τον σχετικό νόμο.
Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης της άδειας δ. ο ανακριτής δεν προβαίνει στη δ. H καταδίκη χωρίς άδεια δ., όπου αυτή απαιτείται, αποτελεί υπέρβαση εξουσίας.
* * *η (AM δίωξις) [διώκω]1. το να διώκει κανείς κάποιον2. καταγγελίανεοελλ.1. κατατρεγμός («οι διώξεις τών αντιφρονούντων»)2. «ποινική διώξη» — καταγγελία την οποία ασκούν εν ονόματι τής Πολιτείας οι αρμόδιες δικαστικές αρχέςαρχ.επιδίωξη αντικειμενικού σκοπού.
Dictionary of Greek. 2013.